Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 27 Οκτωβρίου 2015 08:54

Γιατί πολεμήσαμε

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Η ηρωική αντίσταση της Ελλάδας στον Άξονα (Ιταλία- Γερμανία) είναι αναμφισβήτητα μία από τις λαμπρότερες σελίδες στην αδιάλειπτη  στο ιστορικό προσκήνιο, τετρακισχιλιετή και πλέον, ιστορικά τεκμηριωμένη με αδιάσειστο τρόπο πορεία του ελληνικού έθνους. Ο αληθινά τιτάνιος εκείνος αγώνας της χώρας διαιρείται σε τρεις περιόδους:

α) Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1940, που με τη σειρά της υποδιαιρείται σε δύο φάσεις:

α1) 28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940: η ιταλική εισβολή και η απώθησή της και

α2) 14 Νοεμβρίου – Δεκέμβριος 1940: ελληνική αντεπίθεση και προέλαση στην Αλβανία·

β) Ιανουάριος – 5 Απριλίου 1941: σταθεροποίηση του μετώπου και απόκρουση της εαρινής επίθεσης των Ιταλών και

γ) 6 Απριλίου – 31 Μαΐου 1941: αγώνας κατά των Γερμανών.

Τα χωρίς υπερβολή απαράμιλλα επιτεύγματα του ελληνικού στρατού στα πεδία των μαχών και του ελληνικού λαού στα μετόπισθεν δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν εδώ για προφανείς λόγους. Αντιθέτως υπάρχει επαρκής χώρος, για να εκτεθούν συνοπτικά αυτά για τα οποία αγωνίστηκαν τότε οι παππούδες μας και τα οποία, φοβάμαι, ξεφεύγουν δυστυχώς από την προσοχή πολλών σήμερα.

Πρώτα-πρώτα η υπερήφανη απάντηση στην ελεεινή ιταμότητα του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας, η οποία ακολούθησε την όχι ατιμώρητη ιεροσυλία του τορπιλισμού της «Έλλης» ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο στο ιερό νησί της Τήνου, ήταν πράξη επιβεβλημένη για την υπεράσπιση της τιμής και της αξιοπρέπειας του έθνους. Και αυτό, όπως απέδειξε η στάση άλλων χωρών έναντι των προκλήσεων του Άξονα, δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Με άλλα λόγια, δεν πολεμήσαμε όλοι στο πλευρό της Δημοκρατίας τότε. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής είναι η εκτίμηση του ιστορικού Ι. Κολιόπουλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΕ, σ. 411): «Ήταν {ο ελληνοϊταλικός πόλεμος} ο θανάσιμος αγώνας μιας μικρής και φτωχής χώρας και ενός λαού που πολεμούσε για την τιμή και την αξιοπρέπειά του, καθώς και για τις βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου και τα δικαιώματα του ανθρώπου που απειλούνταν σε έναν κόσμο που φαινόταν να υπερισχύουν η ωμή και απροκάλυπτη βία, η αυθαιρεσία, η προδοσία, ο καιροσκοπισμός, η υστεροβουλία και η απεμπόληση όλων εκείνων των δικαιωμάτων, που για την εξασφάλισή τους ο κόσμος είχε πληρώσει ακριβό τίμημα επί πολλές γενεές. Το ‘‘ελληνικό παράδειγμα’’ έδινε θάρρος στους χειμαζόμενους λαούς που είχαν χάσει την ελευθερία τους, καθώς και σε εκείνους που πολεμούσαν να την κατακτήσουν.»

Πέρα από αυτό όμως δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι ο αγώνας κατά των Ιταλών πρώτα και των Γερμανών και Βουλγάρων έπειτα ήταν στην ουσία του μια διπλή αναμέτρηση κατά του φασισμού, του ναζισμού και των φερεφώνων τους  αντίστοιχα. Η μικρή Ελλάδα, πιστή στις πανάρχαιες παραδόσεις της, έταξε τον εαυτό της αυτομάτως στο πλευρό των δημοκρατικών χωρών του κόσμου, ο οποίος τότε απειλούνταν θανάσιμα από τις πιο απάνθρωπες μορφές ολοκληρωτισμού που αντιμετώπισε ποτέ η ανθρωπότητα, με μακράν χειρότερη βεβαίως αυτήν του ναζισμού. Στον πρώτο αγώνα μάλιστα η χώρα αναδείχθηκε νικήτρια στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις της, γεγονός που επιτρέπει μια σοβαρή σύγκριση του άθλου αυτού με τους αντίστοιχους των Περσικών πολέμων του πρώιμου 5ου αι. π.Χ..

Από την άλλη μεριά, στον δεύτερο, πιο επικίνδυνο αγώνα της, η Ελλάδα, παρά την πεισματώδη αντίσταση που προέβαλε, ηττήθηκε από τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε πολεμικό υλικό και έμψυχα μέσα. Επρόκειτο όμως για μια ήττα περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Στο τέλος του πολέμου, χάρη και στην ηρωική εθνική αντίσταση αλλά και την ενεργό συμμετοχή του Εθνικού Στρατού στο πλευρό των Συμμάχων (Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι), η ελληνική σημαία κυμάτιζε μεταξύ των σημαιών των νικητριών δημοκρατικών δυνάμεων του ελεύθερου κόσμου, αφού και στην ίδια αποκαταστάθηκε ως φυσική διαδικασία η δημοκρατία, την οποία είχε παροδικά διακόψει η 4η Αυγούστου (καθεστώς με ιδιάζοντα ελληνικά χαρακτηριστικά που ατεκμηρίωτα και σχεδόν επιπόλαια ταυτίζεται από κάποιους με τον φασισμό ή τον ναζισμό). Και το πιο σημαντικό: οι ηττημένες και ταπεινωμένες χώρες του Άξονα εγκατέλειψαν οριστικά τα απάνθρωπα καθεστώτα τους, που ήταν η πραγματική αιτία του πρωτοφανούς αιματοκυλίσματος (περ. 60 εκατομμύρια νεκροί), και μετατράπηκαν –με τη θλιβερή εξαίρεση της Ανατολικής Γερμανίας, ευτυχώς μόνο μέχρι το 1990- σε δημοκρατίες. Επομένως η δημοκρατικοποίηση της Ιταλίας και της Γερμανίας οφείλεται, στο καθόλου ευκαταφρόνητο μέτρο της προσφοράς της, και στην Ελλάδα και τον ηρωικό αγώνα στον οποίο αποδύθηκε εκείνη την περίοδο.

Δεν πρέπει βεβαίως να παραλειφθεί και ο τριετής πόλεμος (1946-49) που διεξήγαγε η Ελλάδα με τον κομμουνισμό, ο οποίος στην ουσία είχε ήδη ξεκινήσει και κατά τη διάρκεια της κατοχής, για να εκφραστεί εναργέστατα τον Δεκέμβριο του 1944 και να αναδιπλωθεί προσωρινά στη συνέχεια. Και από αυτόν η Ελλάδα, οσοδήποτε τραγικός και αν ήταν, εξήλθε βεβαίως καθημαγμένη αλλά νικήτρια και υπερήφανη, ώστε εντάχθηκε αναμφισβήτητα και τελεσίδικα πλέον στη χορεία των δημοκρατικών κρατών του κόσμου, όπου είναι φυσικό αυτή ειδικά, όχι απλώς να ανήκει αλλά και να  είναι πάντοτε πρωτοπόρος.

Γι’αυτούς τους τρεις τιτάνιους αγώνες είναι απολύτως λογικό αλλά και επιβεβλημένο, ως ένα ελάχιστο χρέος των νεότερων γενεών προς τους ηθικούς κολοσσούς της γενιάς εκείνης, να ξεχωρίζει ιδιαιτέρως από τα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας και γι’ αυτό να θαυμάζεται η δεκαετία του 1940. Ειδικά μάλιστα οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων έχουν ιερό καθήκον απέναντι στη νεολαία, σύμφωνα άλλωστε και με το Σύνταγμά μας, να τη διαφωτίσουν σχετικά με τα πραγματικά νοήματα της τρισένδοξης αυτής δεκαετίας, ώστε να μη μένουν αυτά έκθετα στη λοιδορία των ημιμαθών ή των μηδενιστών.

Η σύγκρουση λοιπόν δεν ήταν μάταιη ούτε χωρίς θετικά αποτελέσματα: αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τα δημοκρατικά καθεστώτα στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο αυξήθηκαν ή ενισχύθηκαν, τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες του πολίτη απογειώθηκαν, το ατομικό εισόδημα, η κατά κεφαλήν καλλιέργεια και ο μέσος όρος ζωής βελτιώθηκαν εντυπωσιακά σε ένα πρωτοφανώς μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Και μετά το 1990, με την κατάρρευση της τελευταίας απολυταρχίας της Ευρώπης, του «σιδηρού παραπετάσματος», κατά την έκφραση του μεγάλου Άγγλου πολιτικού, Ου. Τσώρτσιλ, ολόκληρη πλέον η ευρωπαϊκή ήπειρος, από τη μια άκρη ως την άλλη, επιτέλους, δημοκρατείται.

Η δημοκρατία όμως δεν είναι ο επί γης παράδεισος, δεν αποτελεί «το τέλος της Ιστορίας», αλλά ενέχει και κινδύνους σοβαρούς, όπως με πικρία διαπιστώνουμε στις μέρες μας. Ωστόσο αυτό αποτελεί ένα άλλο κεφάλαιο που χρήζει χωριστής ανάλυσης και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ακυρώσει -ούτε καν να μειώσει- τα παραπάνω επιτεύγματα, που στεφάνωσαν τον αγώνα και του ελληνικού λαού κατά την περίοδο του Μεγάλου πολέμου και αμέσως μετά από αυτόν. Αντιθέτως μέσα από αυτά τα επιτεύγματα μπορούμε βάσιμα να αντλούμε αισιοδοξία για γρήγορη και ασφαλή έξοδο της χώρας μας και της δημοκρατικής πλέον Ευρώπης, στον σχηματισμό της οποίας δικαιούμαστε και πρέπει να αισθανόμαστε υπερήφανοι ότι συμβάλαμε ως έθνος τα μέγιστα, από την παρούσα πολιτικο-οικονομική κρίση.

Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος

Φιλόλογος ΜΔΕ, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

πηγή: http://agrinionews.gr

Διαβάστηκε 3089 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.