Παρασκευή, 29η Μαρτίου 2024  7:28 πμ
 
wm small
Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2015 13:30

15 Ιουλίου 1974: ημερομηνία-σταθμός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Στις 8 το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου 1974  μηχανοκίνητες μονάδες της κυπριακής Εθνοφρουράς με επικεφαλής ελλαδίτες αξιωματικούς, πιστούς στο χουντικό καθεστώς των Αθηνών, επιχειρούν πραξικόπημα στη Μεγαλόνησο με σκοπό την ανατροπή και εξόντωση του εκλεγμένου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Το γεγονός αυτό υπήρξε η θρυαλλίδα των μετέπειτα δραματικών ιστορικών  εξελίξεων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα και αποτελεί ορόσημο στη μεταπολεμική ιστορία μας.

Είναι βέβαιο ότι το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου το εμπνεύστηκε και το οργάνωσε η χούντα των Αθηνών με επικεφαλής τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη. Το άφρον, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, πραξικόπημα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανατροπή του Μακαρίου, ο οποίος όμως κατόρθωσε να διαφύγει στις ΗΠΑ, και την ανάληψη της εξουσίας από «κυβέρνηση» ανδρεικέλων της χούντας με επικεφαλής το Ν. Σαμψών. Η «κυβέρνηση» αυτή, μόλις ανέλαβε, διαβεβαίωσε με μοναδική αφέλεια την Τουρκία ότι δεν είχε λόγους να ανησυχεί για την τύχη των Τουρκοκυπρίων του νησιού. Πέντε ημέρες μετά, στις 20/7/74, η Τουρκία, που δεν πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις αυτές και ερμηνεύοντας αυθαίρετα τη συνθήκη εγγύησης του 1960, που υπεγράφη μεταξύ των τριών εγγυητριών Δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγγλίας, Ελλάδας και της ίδιας της Τουρκίας, εξαπέλυσε μεγάλη αεροναυτική επίθεση στο νησί, γνωστή ως «Αττίλας Ι».

Πώς όμως ελήφθη από τη χούντα των Αθηνών αυτή η τελείως παρανοϊκή απόφαση, της ανατροπής της νόμιμης κυπριακής κυβέρνησης, που αποτέλεσε την αφορμή που επιζητούσε η Τουρκία, για να εισβάλει στο νησί; Ως προς τη θέση της σχετικά με την Κύπρο η χούντα διεκήρυσσε αρχικά ότι σκοπός της ήταν η ένωση της Μεγαλονήσου με τη μητέρα Ελλάδα. Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε να δοθούν εδαφικά ανταλλάγματα επί της Κύπρου στην Τουρκία λόγω της τουρκικής μειονότητας (18%) στο νησί.  Κάτι τέτοιο φυσικά δεν δεχόταν επ’ ουδενί ο Μακάριος, ο οποίος συμφωνούσε με την ένωση χωρίς όμως διαμελισμό της Κύπρου ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, προτιμούσε ανεξαρτησία του νησιού -όχι ομοσπονδιοποίηση- αλλά με περιορισμένα δικαιώματα για τους Τουρκοκυπρίους σε σχέση με τα υπερβολικά που τους παρείχαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959.

Οι παραπάνω ουσιώδεις διαφορές προσέγγισης του κυπριακού προβλήματος καθώς και η γενικότερη καχυποψία της χούντας έναντι του δημοκρατικού καθεστώτος της Κύπρου σε συνδυασμό με την πεποίθησή της, ότι αυτή ήταν ο – αυτόκλητος βέβαια- διαχειριστής της μοίρας ολόκληρου του ελληνισμού, οδήγησαν στην εξύφανση συνωμοσιών κατά του Μακαρίου με σκοπό την εξόντωσή του. Έτσι με την ενθάρρυνση ή την ανοχή της Αθήνας οργανώθηκαν τρομοκρατικές οργανώσεις στην Κύπρο («Εθνικό Μέτωπο» και ΕΟΚΑ β΄) που πραγματοποίησαν δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας κατά του Μακαρίου (8/3/70 και 7/10/73).

Στα μέσα του ’71 ο ηγέτης ακόμη του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών, Γ. Παπαδόπουλος, αλλάζει γραμμή και διακηρύσσει δημοσίως την πεποίθησή του, ότι η λύση του Κυπριακού θα είναι η ομοσπονδία. Πίσω από αυτές τις δηλώσεις ο Μακάριος σωστά διείδε συμφωνία Ελλάδας και Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και άρα υπό την επίνευση των ΗΠΑ, με την οποία ο ίδιος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Αναμφίβολα μεγάλο πολιτικό σφάλμα του Μακαρίου ήταν το ότι από αντίδραση έκανε ανοίγματα προς την κομμουνιστική Ανατολή, ακόμη και προς την ίδια τη Μόσχα, σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου, πράγμα που αποδυνάμωνε de facto τη διάθεση των ΗΠΑ να μεσολαβήσουν αποφασιστικά υπέρ των θέσεων του Αρχιεπισκόπου για το Κυπριακό. Άλλο σφάλμα του Μακαρίου ήταν ότι, ενώ δεν επιθυμούσε τη λύση της ομοσπονδίας, την ίδια στιγμή δεν έκανε ό,τι μπορούσε, για να εντάξει αρμονικά τους Τουρκοκυπρίους στο κράτος του. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το θεμελιώδες σφάλμα του Κύπριου ηγέτη, να στραφεί προς τους Αδέσμευτους και να μην ακολουθήσει τη φιλοδυτική πολιτική της Ελλάδας, όπως του είχε συστήσει εύστοχα ο Κ. Καραμανλής ήδη από τη στιγμή της ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου το 1959, εντασσόμενος στο ΝΑΤΟ και θωρακίζοντας, έτσι, τη χώρα του έναντι της Τουρκίας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.

Για να απαλλαγεί εξάλλου από τη χρόνια υπονομευτική τακτική των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, που εκτελούσαν εντολές της χούντας,  ο Μακάριος αποφάσισε να στείλει επιστολή στον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στην Ελλάδα, στρατηγό Φ. Γκιζίκη, στις 2/7/74. Στο μεταξύ από το Νοέμβριο του ’73, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Παπαδόπουλος είχε ανατραπεί από τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, έναν σκληρότερο και πιο αποφασιστικό τύραννο, ο οποίος κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο και ακολουθεί την πολιτική του προκατόχου του στο Κυπριακό. Με την επιστολή αυτήν, η οποία δόθηκε και στη δημοσιότητα,  ο Μακάριος απαιτεί την απόσυρση 650 Ελλήνων αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου και καταγγέλλει την υπονόμευσή του από το ίδιο το χουντικό καθεστώς. Ο Κ. Καραμανλής, που παρακολουθεί από το Παρίσι μέσω έμπιστων συνεργατών του τις εξελίξεις, σχολίασε προφητικά ότι ο Αρχιεπίσκοπος με την ενέργειά του αυτήν έμπαινε σε μεγάλη περιπέτεια. Πράγματι η Αθήνα, με παροιμιώδη πολιτική μωρία, άρχισε να καταστρώνει το σχέδιο για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.

Από εκεί και πέρα οι εξελίξεις πήραν  τη μορφή χιονοστιβάδας. Οι Τούρκοι στρατηγοί είχαν ανέλπιστα την αφορμή που ζητούσαν. Στις 20/7/74, πέντε μόλις ημέρες μετά το πραξικόπημα, εξαπέλυσαν τον «Αττίλα Ι», εισβάλλοντας στην Κύπρο, που την υπερασπίζονταν ασθενείς δυνάμεις, από το λιμάνι της Κυρήνειας. Παρά τη σθεναρή αρχικά αντίσταση των Ελλήνων και τα πολλά παρατράγουδα της εισβολής  ο τουρκικός στρατός δημιούργησε  ένα προγεφύρωμα, που, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν μόνο η αρχή.

Στην Αθήνα επικράτησε ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Κωμικοτραγικές φιγούρες οι επικεφαλής του καθεστώτος παρατηρούσαν απλώς, χωρίς να μπορούν να κάνουν το παραμικρό, για να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Μια επιχείρηση αντεπίθεσης στη Μεγαλόνησο με μεταφορά εκεί ελληνικών δυνάμεων ήταν ανέφικτη λόγω της μεγάλης απόστασης και της δράσης της τουρκικής αεροπορίας που, αντίθετα με την ελληνική, δεν είχε πρόβλημα ανεφοδιασμού λόγω της εγγύτητας των τουρκικών βάσεων με την Κύπρο.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αυθημερόν υιοθετεί την απόφαση 353 για άμεση κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο. Δύο ημέρες μετά την εισβολή ο ανεκδιήγητος Σαμψών παραιτείται, αναλαμβάνει πρόεδρος της Κύπρου ο Γλ. Κληρίδης και, μετά από ζωηρή προσωπική ανάμειξη του Αμερικανού υπουργού των Εξωτερικών, Χ. Κίσσινγκερ, συνομολογείται ανακωχή μεταξύ των αντιμαχομένων στο νησί στις 22/7/74. Τα εμπλεκόμενα μέρη, Ελλάδα, Τουρκία, Αγγλία, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, καλούνται για διεθνείς διαπραγματεύσεις επί του Κυπριακού στη Γενεύη. Και τότε προκύπτει ένα μάλλον αναπάντεχο πρόβλημα για την ελληνική πλευρά: ο «πρωθυπουργός» της χούντας, Αδ. Ανδρουτσόπουλος, και ο «υπουργός των Εξωτερικών», Κ. Κυπραίος, υπό το βάρος των εξελίξεων έχουν διαφύγει στο εξωτερικό και, επιπλέον,  δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος να εκπροσωπήσει τη χώρα στη Γενεύη!

Την ύστατη αυτήν ώρα της χουντικής ιλαροτραγωδίας οι στρατιωτικοί αποφασίζουν να παραδώσουν ειρηνικά την εξουσία στους πολιτικούς, δηλαδή σ’ αυτούς που είχαν βίαια απομακρύνει τον Απρίλιο του ’67 ως ανίκανους να κυβερνήσουν! Έτσι στις 23/7/74 το απόγευμα ο Γκιζίκης συγκαλεί σύσκεψη στο γραφείο του, στην οποία προσκαλούνται οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και οι διαθέσιμοι εν Ελλάδι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου: Π. Κανελλόπουλος, Στ. Στεφανόπουλος, Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, Σπ. Μαρκεζίνης, Γ. Μαύρος, Π. Γαρουφαλιάς, Ξ. Ζολώτας και Ε. Αβέρωφ.

Αφού ενημερώθηκαν οι παριστάμενοι πολιτικοί για την τραγική θέση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα και για την υπερεπείγουσα ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης, άρχισαν οι συζητήσεις προς την κατεύθυνση του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο, λαμπρή προσωπικότητα της τότε Δεξιάς, και αντιπρόεδρο και υπουργό των Εξωτερικών τον Γ. Μαύρο, ηγέτη του Κέντρου. Και ενώ οι δυο τους είχαν συμφωνήσει και συζητούσαν τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, ο Αβέρωφ έπεισε τον Γκιζίκη να καλέσουν τον Καραμανλή από το Παρίσι, ο οποίος λόγω του αυξημένου κύρους και του δυναμισμού του θα ήταν περισσότερο κατάλληλος, για να ηγηθεί μιας τέτοιας κυβέρνησης υπό τις υφιστάμενες τότε συνθήκες. Πράγματι στις 10:00 μ.μ., τοπική ώρα, της 23ης Ιουλίου 1974 στο αεροδρόμιο των Παρισίων απογειωνόταν το προεδρικό αεροσκάφος που παραχώρησε ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν με επιβάτη τον Κ. Καραμανλή μαζί με λίγους στενούς συνεργάτες. Ο Μακεδόνας πολιτικός, 11 χρόνια μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, η οποία μάλιστα είχε συνδυαστεί με πρωτοφανή κακοποίησή του από τους αντιπάλους του, χωρίς καμιά πικρία αποδέχεται την ευθύνη της ανάληψης της εξουσίας με σκοπό την αντιμετώπιση της εθνικής τραγωδίας της Κύπρου και τον εκδημοκρατισμό της χώρας μετά επταετή τυραννία. Συναισθανόμενος με απόλυτη διαύγεια πού ακριβώς πήγαινε και τι καλούνταν να αντιμετωπίσει, δήλωσε στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν έξω από το διαμέρισμά του στο Παρίσι: «Προσευχηθείτε για μένα»! Οι μετέπειτα πρωτοβουλίες του οδήγησαν στην ευόδωση της αποστολής του και σ’ αυτό που εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως ελληνικό θαύμα.

Έτσι αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα, η οποία δυστυχώς είναι βαμμένη με το αίμα της μαρτυρικής Κύπρου, που ακόμη αναζητά τη δικαίωση. Αυτό ας μην το ξεχνάμε ποτέ!

Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος, δρ. κλασικής φιλολογίας Παν/μίου Αθηνών. 

πηγή: http://agrinionews.gr

 

Διαβάστηκε 2891 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.