Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 05 Απριλίου 2018 18:00

ΞΗΡΟΜΕΡΟ: Μέρες Λαμπρής με λαμπρούς γονείς!

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το
Γράφει: η Μαρία Ν. Αγγέλη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αφιερωμένο στη μνήμη των γονιών μου: Νίκου και Ειρήνης
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Τα παιδιά περιμένουν με χαρά την περίοδο των διακοπών του Πάσχα για να ξεκουραστούν, να παίξουν, να απολαύσουν αυτό το διάστημα.
       Εμείς, ως παιδιά κάποτε στο Ξηρόμερο, δεν είχαμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε την περίοδο των διακοπών. Είμαστε παιδιά αγροτικών οικογενειών. Για μας οι διακοπές του Πάσχα ήταν περίοδος εντατικής χειρωνακτικής εργασίας. Και δεν εννοώ βοηθητική εργασία. Εννοώ κανονική εργασία, σύμφωνα με το αγροτικό ωράριο που ακολουθούσαν και οι αγρότες γονείς μας. Ένα ωράριο που άρχιζε με την ανατολή και τέλειωνε με τη δύση του ηλίου. Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου το εγερτήριο του πατέρα:
  «Ξυπνήστε!πάει ο ήλιος μια φ’κέντρα! (=βουκέντρα)».Έτσι μετρούσε το χρόνο ο πατέρας ως αγρότης............
 

     Και ενώ η επιθυμία μας ήταν να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω αυτές τις μέρες, αφού δεν είχαμε σχολείο, αναγκαζόμαστε να σηκωθούμε και να πάρουμε το δρόμο για τα καπνοχώραφα ή για τα βοσκοτόπια ανάλογα με τις ανάγκες. Αυτή την περίοδο γινόταν η μεταφύτευση του καπνού από τη «φυντανίστρα» στο καπνοτόπι.
           Το φύτεμα του καπνού ήταν μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία και απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια. Σηκωνόμασταν λοιπόν πρωί πρωί γιατί έπρεπε να συμμετέχουμε και μεις στις διαδικασίες. Ολημερίς στο χωράφι ολάκερη η οικογένεια. Οι γυναίκες φύτευαν σκυφτές ένα ένα τα καπνόφυτα στα αυλάκια που είχαν «κόψει»,   χαράξει με τα άλογα ή με το τσαπί οι άνδρες.
        Εμείς τα παιδιά ανάλογα με την ηλικία και τη δυνατότητα που είχαμε, ποτίζαμε με το ποτιστήρι, κουβαλούσαμε φυντάνι στα δοχεία, «τσανάκια» των φυτευτάδων, δίναμε νερό στους διψασμένους, ή φυτεύαμε για να μαθαίνουμε τη δουλειά…
        Υπήρχαν βέβαια και  μικρές «στάσεις». Διαλείμματα για φαγητό και λίγη ξεκούραση. Και όταν αργά το σούρουπο τέλειωνε η εργασία, μαζεύαμε τα σύνεργα και με τα ζώα φορτωμένα επιστρέφαμε κατάκοποι στο χωριό. Μετά από την ολοήμερη κουραστική εργασία, γυρίζαμε σπίτι με μάτια πρησμένα από το σκύψιμο στη γη, με τη μέση καταπονημένη, με τα πόδια κατάκοπα και σκασμένα , με τα χέρια ξεφλουδισμένα από τα άγρια χώματα του Ξηρομέρου…
 
Η καμπάνα χτυπούσε. Μεγαλοβδόμαδο!
       Πόση δύναμη χρειαζόταν να ετοιμαστείς να πας στην εκκλησιά. Να ξεπλύνεις τον ιδρώτα που είχε σμίξει με το χώμα και τη μυρωδιά των σκορδο-κρέμμυδων, συνηθισμένη διατροφή στο καπνοχώραφο, να σταθείς όρθιος και ξάγρυπνος και να συμμετέχεις στο Πάθος του Θεανθρώπου…
        Εδώ θα αναφερθώ ιδιαίτερα στα πάθη της δικής μου οικογένειας. Οι δικοί μου εκτός από τη μικρή καπνοκαλλιέργεια, την οποία επωμιζόταν κυρίως η μάνα, είχαν και την κτηνοτροφία. Βασική εργασία και αγάπη του πατέρα. Και σ’ αυτή όμως απαραίτητη ήταν η συμμετοχή της μάνας και εμάς των παιδιών. Κυρίως του αδελφού μου που μοιραζόταν  την ίδια αγάπη με τον πατέρα.
       Η μάνα εξαιρετικά εργατική και πολύ γρήγορη στις δουλειές της κατάφερνε να συνταιριάζει και τις δύο δουλειές σε βάρος όμως του εαυτού της.
      Και οι δύο αυτές εργασίες συνέβαινε την ίδια περίοδο, το Πάσχα να απαιτούν εντατικούς ρυθμούς. Και οι γονείς μου έπρεπε να τα καταφέρνουν: Άρμεγμα, τυροκόμισμα, καπνοφύτεμα, νοικοκυριό… Ρυθμοί εξωφρενικοί…
      Τώρα που τα θυμάμαι, ζώντας σε άλλους ρυθμούς λόγω επαγγέλματος, νοιώθω απέραντο θαυμασμό για τους γονείς μου, τους ήρωες της καθημερινότητας!
Ορθώνονται στη σκέψη μου οι μορφές τους:
Κορμιά αργασμένα από το μόχθο και τη βιοπάλη.
        Τότε λόγω της ηλικίας και της ανωριμότητάς μου ίσως, δεν είχα εκτιμήσει το μέγεθος του ηρωισμού τους… Τώρα κατανοώ και εκτιμώ πολύ τον αγώνα τους και την προσφορά τους…
Λαμπροί μου γονείς, γονατίζω στο μεγαλείο σας…
           Φυσικά ύστερα από δυο ταυτόχρονες και εντατικές εργασίες επέστρεφαν τελείως εξουθενωμένοι στο σπίτι. Και δεν μπορούσαν ν’ ανάψουν ένα κεράκι στην εκκλησιά τα βράδια της Μεγάλης εβδομάδας.
 
     ΛΑΜΠΡΗ: Τη Λαμπρή από νωρίς το πρωί οι άνδρες σούβλιζαν τα αρνιά ή τα κατσίκια και οι γυναίκες ετοίμαζαν τα απαραίτητα για το πασχαλινό τραπέζι.
       Μόνο που και η μέρα αυτή για τους αγρότες  και κυρίως για τις αγρότισσες δεν ήταν και τόσο λαμπρή. Ο κόπος όλης της βδομάδας, η έγνοια και η διαρκής αγωνία για τη συνέχιση και την επιτυχία της καπνοφυτείας σκίαζαν και αυτή τη μέρα…
     Όσο για τους γονείς μου και τη μέρα της Λαμπρής, όπως και τις άλλες, έπρεπε να πάνε για άρμεγμα, τυροκόμισμα και το κοπάδι για βοσκή. Τα ζωντανά δεν είχαν γιορτή και αργία… Ο πατέρας πολύ πρωί σούβλιζε το κατσίκι και έφευγε για τη στάνη. Ακολουθούσε η μάνα για το πρωινό άρμεγμα και επέστρεφε στο σπίτι για να τυροκομήσει. Μετά αναλάμβανε η ίδια να ψήσει το λαμπριάτικο. Δε μπορώ να περιγράψω την κούραση αυτής της γυναίκας προκειμένου να ανταποκριθεί στους πολλαπλούς ρόλους της: μάνα, καπνοφύτισσα, κτηνοτρόφισσα, νοικοκυρά!
 
        Δεν υπήρχε γιαγιά στο σπίτι για να βοηθήσει λίγο. Ερχότανε καμιά φορά «στα κλεφτά» η «βάβω Κονιώσω». Η καημένη είχε αναλάβει να φροντίζει την οικογένεια του γιου της και η νύφη δυστυχώς δεν της συγχωρούσε απουσίες και παραλείψεις…
       Το απόγευμα της Λαμπρής η μάνα μας ετοίμαζε τα λαμπριάτικα ρούχα και επέβλεπε το ντύσιμό μας για την εκκλησία. Ήταν πολύ καλόγουστη η μάνα. Νομίζω ότι της μοιάσαμε εγώ κι ο αδελφός μου. Μας είχε πάντα καλοντυμένα. Καμάρωνε καθώς πηγαίναμε στην εκκλησία καθαρά και όμορφα παιδάκια. Εκείνη όπως και ο πατέρας δεν είχαν  αυτή την πολυτέλεια ούτε τη Λαμπρή! Έπρεπε να πάει για βραδινό άρμεγμα. Και όταν εγώ με το παιδιάστικο μυαλό μου της έλεγα: «Μάνα, ας τα πουλήσουμε τα γίδια!». Εκείνη μου απαντούσε: 
«Από αυτά ζούμε παιδάκι μου. Να, τώρα πουλήσαμε τα κατσίκια και σας αγοράσαμε ρούχα, παπούτσια, καλούδια και βάλαμε και στην Αγροτική Τράπεζα. Θα έχουμε να σας σπουδάσουμε μεθαύριο. Θα σας πάρουμε κι ένα σπίτι στην πόλη. Να ζήσ(ε)τε καλά εσείς…».
        ΟΛΑ  για μας! Μια ζωή θυσία για τα παιδιά. Και δόξα τω Θεώ. Εμείς δε στερηθήκαμε τίποτα. Μας σπούδασαν, μας αγόρασαν και διαμέρισμα, και έπιπλα και αυτοκίνητο και απ’ όλα τα καλά… 
Σας ευχαριστώ καλοί μου γονείς.
Εσείς που δε ζήσατε λαμπρή Λαμπρή
Αναδειχτήκατε Λαμπροί  γονείς!
     Σας  σέβομαι και σας τιμώ πάντα. Ας είστε αναπαυμένοι στη γειτονιά των αγγέλων, αγαπημένοι μου…
Σημείωση: Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό των Ξηρομεριτών, Η Βελανιδιά.
 
 
Διαβάστηκε 4548 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.