Πέμπτη, 28η Μαρτίου 2024  7:09 μμ
 
wm small
Τρίτη, 28 Μαρτίου 2017 18:33

Θύμησες του Χρήστου Μποκόρου από τα μαθητικά χρόνια στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Ένα συγκινητικό κείμενο για τα μαθητικά του χρόνια στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου ανήρτησε στον λογαριασμό του στο facebook ο σπουδαίος Αγρινιώτης ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος. Το ακόλουθο: 

«Της καρδιάς μας η αυλή με το πανώριο δέντρο».
Μ’ αυτήν την λεζάντα μου έστειλε μια φωτογραφία του Α’ Δημοτικού Σχολείου Αγρινίου ο παλιός μου φίλος Γ.Γ. Καθόμασταν εκεί στο ίδιο θρανίο.

Ο αδερφός του πατέρα μου ήταν δάσκαλος. Άκληρος, με είχε σαν παιδί του. Κανόνισε να αναλάβει την πρώτη τάξη με το που θα πήγαινα σχολείο. Τις πρώτες κιόλας μέρες, αρχές του ’60, πρωτοβρόχια, πλημμύρισε το πρανές της μεγάλης μπροστινής αυλής και τρέξαμε στο διάλειμμα να παίξουμε στη λίμνη των νερών που, στα βαθειά τους, μας φτάνανε ως τη μέση της κνήμης. Μας είδαν οι δάσκαλοι κι ήρθαν φωνάζοντας αυστηροί να βγούμε αμέσως στα στεγνά. Βγήκανε όλοι εκτός από ‘μένα. Ήταν γλυκύτατος ο θειός μου κι ήμουνα σίγουρος, ο αναιδής, ότι δεν θα με μάλωνε. Τους έβλεπα όλους, δάσκαλους και μαθητές, να με κοιτούν, ένα μισοφέγγαρο γύρω απ’ τη λίμνη, ένοιωθα τη λάσπη στα δάχτυλα των ποδιών μου αλλά δεν κουνήθηκα. Και εκεί στην αμηχανία, ο θείος δάσκαλος προχώρησε μεσ’ στα νερά. Έβλεπα τα γυαλισμένα του παπούτσια να βουλιάζουν, να μουσκεύει το ρεβέρ απ’ το παντελόνι του κουστουμιού που φορούσε, πάντα καλοντυμένος, και τά ‘χασα. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μού ‘πε χαμογελώντας: Έλα Χρηστάκη, πάμε. Τον ακολούθησα. Την άλλη μέρα μας ανέλαβε η γυναίκα του, η θεία η Γεωργία, δασκάλα κι εκείνη, η πιό αυστηρή στο σχολείο. Αυτή μας έμαθε γράμματα μέχρι το τέλος του Δημοτικού.

Θά ‘μασταν στη τρίτη ή την τετάρτη τάξη, στην πάνω αριστερή αίθουσα του κτιρίου, όταν μια μέρα η θεία έλειψε για κάποιες ώρες και μπήκε να την αντικαταστήσει ο θειός μου. Έσκυψε και πήρε ένα καμμένο σπίρτο απ’ το μωσαικό και κρατώντας το στα δάχτυλά μας είπε ότι θα κάμουμε έκθεση ιδεών. Θέμα: το καμμένο σπίρτο. Γελάσαμε. Μας φάνηκε ανάξιο λόγου. Ήταν άνοιξη. Έξω απ’ τα μεγάλα παράθυρα στο περβάζι κοντοστέκονταν κάποια περιστέρια τσιμπολογώντας ψίχουλα πριν πετάξουνε στον καθαρό ουρανό.

«Τι τρώνε τα πουλιά;» ρώτησε ρητορικά κι άρχισε να μας διηγείται μια μακρυά ιστορία που δεν θέλαμε να τελειώσει.
«Έντομα, σκουληκάκια,τρίμματα, σπόρους, καρπούς. Κάποια κουκούτσια απ’ όσα καταπίνουν αμάσητα είναι σκληρά και δεν μπορούν να τα χωνέψουνε. Τα επεξεργάζονται ωστόσο στο πεπτικό σφιγκτήρα τους κι αν δεν τα καταφέρουνε να τα αφομοιώσουν, τα αποβάλουν εντέλει κουτσουλώντας, προετοιμασμένα όμως πιά για να φυτρώσουνε. Κι όπως πετάνε μακρυά τα διασπέρνουν ποικιλόμορφα παντού, σε κάμπους, σε ψηλά βουνά. Πολλα ατυχούν σε μέρη άνυδρα, ξερά, βραχώδη. Αλλά αν τύχει να πέσουν τη σωστή εποχή σε καλή μεριά με λίγο χώμα, βοηθάει κι η κουτσουλιά τους, λίπασμα φυσικό, γίνονται δέντρα και φυτά. Τα ετήσια, τα πολυετή, τα φυλλοβόλα, τα αειθαλή. Ανοίγει με την υγρασία και τις βροχές το κέλυφος και βγαίνουν απ’ τη μέσα δύναμη δυο ακρούλες τρυφερές λευκούτσικες. Η μία πάει κάτω βρίσκοντας πέρασμα στη γη και διακλαδώνεται να βρεί νερό και να στεριώσει στο σκοτάδι. Η άλλη πάει του ύψους, κατά τον ήλιο, ψάχνοντας το φως να τη μεταβολίσει, να πρασινίσει η χλωροφύλη, να δυναμώσει ο βλαστός, ν’αντέξει τους καιρούς και τους ανέμους. Κάθε χρόνο με τον κύκλο των εποχών ανανεώνεται. Μαζεύει τους χυμούς του το χειμώνα μέσα στη γη που είναι πιό ζεστά, να μην παγώνουνε. Αλλά και ‘κει δεν σταματάει η ζωή, απλώνουν ρίζες. Την άνοιξη ξεθαρρεύουν πάλι, ανεβαίνουνε ψηλά οι χυμοί να κάνουν φύλλα και κλαδιά καινούρια. Κάθε χρόνο φρέσκος φλοιός καλύπτει τον κορμό και τα κλαδιά τους. Σαν δαχτυλίδι νιό που στεφανώνει το παλιό. Κι όσο περνούν τα χρόνια μεγαλώνουνε, πληθαίνουν, κάνουν δάση και πυκνώνουνε. Πνεύμονες οξυγόνου όλη μέρα. Ανοίγουν τα κλαδιά τους, πλαταίνει ο ίσκιος τους, φωλιάζουν μέσα τους πουλιά και ‘κει στη δροσερή σκιά τους έρχονται και σταλίζουνε τα ζωντανά τους οι βοσκοί τα καλοκαίρια, γλυκολαλούν φλογέρες τα βοσκόπουλα κι οι βοσκοπούλες τ’ αγροικούνε και γλυκαίνονται. ‘Ερχονται ύστερα υλοτόμοι ν’ αραιώσουνε τα δάση, διαλέγουν κάποια δέντρα και τα κόβουνε. Μπορούν να λογαριάσουνε τα χρόνια τους στα επάλληλα δαχτυλίδια των κορμών. Να μάθουν απ’ το πλάτος του δαχτυλιδιού αν ήταν εύφορη ή δύσκολη χρονιά. Άλλα τα κάνουν κούτσουρα να ζεσταθούν στα κρύα, ν’ ανάψουνε φωτιά να μαγειρέψουνε, άλλα τα καθαρίζουνε απ’ τα κλαδιά τους, βγάζουν παλούκια για τους φράχτες τους, ταίζουν με τα φύλλα τους τα ζώα, κρατάνε προσανάμματα, άλλα τα ποστιάζουνε σαν θημωνιές, τα παραχώνουν και τα καίνε σκεπασμένα να γίνουν κάρβουνα, τα μεγαλύτερα, κάποιους κορμούς ευθυτενείς και δυνατούς, τα ξεφλουδίζουν και τα ρίχνουν στα ποτάμια, στους δρόμους του νερού, και τα οδηγούν με μακρυά κοντάρια από τις όχθες να κατεβούνε επιπλέοντας το ρεύμα, να φτάσουνε στον κάμπο, στα σχιστήρια, στα ξυλουργεία, στα μαραγκούδικα, να γίνουνε ξυλεία οικοδομική, να φτιάξουνε σκεπές, πατώματα, πόρτες και παραθύρια, να φτιάξουν έπιπλα, τραπέζια και καρέκλες και σεντούκια, καράβια και βαρκούλες ν’ αρμενίζουνε, την έδρα εδώ που σας μιλώ και τα θρανία που κάθεστε κι ακούτε. Και άλλα μικροπράγματα, ένα σωρό, όπως τα μικρά, τα τοσοδούλικα τα σπίρτα. Βουτάν τη μιά τους άκρη σε πυρίτιδα, που είναι εύφλεκτη κι ανάβει στην τριβή. Την πρωτοβρήκανε οι Κινέζοι και τη ζηλέψανε οι ταξιδευτές, τη μεταφέρανε παντού κατά το παράδειγμα του Προμηθέα που έκλεψε τη φωτιά απ’ τους θεούς για να ευκολύνει τους ανθρώπους στη ζωή τους. Κι αν δεν τη χρησιμοποιούνε πάντα για καλό σκοπό, πάλι πολύτιμη είναι.»

Μιλούσε δυο-τρεις ώρες, είπε κι άλλα πολλά. Δεν θέλαμε να βγούμε έξω στα διαλείμματα. Κι ο πίνακος γεμάτος σχέδια με κιμωλία, βλαστοί, φύλλα και ρίζες, δαχτυλιδάκια των κορμών, άγνωστες λέξεις καλλιγραφημένες. Τελειώνοντας πήρε ξανά στα δάχτυλά του τρυφερά το πεταμένο σπίρτο.

«Αυτό το καμμένο σπίρτο το είδατε πεσμένο καταγής. Κάτι θ’ άναψε πριν, έκανε τη δουλειά του κι απόμεινε άχρηστο σκουπίδι να το σκουπίσει όταν τελειώσουμε η καθαρίστρια, η κυρά Λαμπρινή, να το πετάξει σαν να ‘ταν ένα τίποτε. Είναι όμως ένα τίποτε στ’ αλήθεια; Μπορεί να είν’ ασήμαντο κάτι που έχει να μας διηγηθεί τόσο μακρυά και πλούσια ιστορία;»

agrinionews.gr

Διαβάστηκε 1179 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.